Η πίτσα, με την έννοια που τη γνωρίζουμε σήμερα, θεωρείται ιταλικής προέλευσης εδώ και αιώνες. Η πρώτη "μοντέρνα" πίτσα αποδίδεται στον φούρναρη Raffaele Esposito από τη Νάπολη της Ιταλίας. Το 1889, το "Esposito of Pizzeria di Pietro" (σήμερα ονομάζεται Pizzeria Brandi) έφτιαξε μια πίτσα ειδικά για την επίσκεψη του Ιταλού βασιλιά Umberto I και της βασίλισσας Margherita.


Τροποποίησαν την κλασσική πίτσα αλα μαρινάρα βάζοντας μοτσαρέλα και βασιλικό. Η πίτσα αυτή ήταν "πατριωτική", γιατί είχε τα χρώματα της Ιταλικής σημαίας: πράσινο (βασιλικό), άσπρο (μοτσαρέλα) και κόκκινο (ντομάτα) και άρεσε ιδιαίτερα στη βασίλισσα. Έτσι, λοιπόν, ονομάστηκε Πίτσα Μαργαρίτα προς τιμήν της βασίλισσας και έθεσε τη βάση για την εξάπλωση της πίτσας καθιερώνοντας τη Νάπολη ως την πρωτεύουσα της πίτσας σε όλο τον κόσμο.


Η ιδέα, πάντως, του σερβιρίσματος του ψωμιού σαν κύριο πιάτο ήρθε από τους Έλληνες, οι οποίοι έτρωγαν τους πλακούντες, επίπεδα στρογγυλά ψωμιά, ψημένα με διάφορα υλικά από πάνω όπως λάδι, σκόρδο, κρεμμύδια και βότανα. Οι Ρωμαίοι εμπλούτισαν το πιάτο αυτό και με άλλα εκλεπτυσμένα υλικά και το ονόμασαν placenta. Η λέξη "pizza" προέκυψε από τη λατινική φράση "picea (placenta)", "πισσοειδής πλακούντας", δηλαδή αρτοσκεύασμα με υλικά σε ρευστή μορφή.


Η πίτσα μετανάστευσε στην Αμερική μαζί με τους Ιταλούς το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Με το τέλος του αιώνα, οι ιταλοί ματανάστες είχαν ανοίξει δικά τους αρτοποιεία και πουλούσαν είδη μπακαλικής και πίτσα. Την πρώτη πραγματική πιτσαρία στην Αμερική την άνοιξε ο Gennaro Lombardi το 1905 στη Ν.Υόρκη.